-
1 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
2 попадание
(в цель) η ευστοχία, η εύστοχη βολή- влаги пыли грязи и т.п. (в механизм аппарат) η είσοδος/διείσδυση του υγρού, της σκόνης, της βρωμιάς κ.λπ. (στον μηχανισμό, στη συσκευή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попадание
-
3 улавливание
η παγίδευση, η συλλογήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > улавливание
-
4 частица
част||ицаж1. τό μόριο[ν], τό τμήμα:\частицаи́цы пыли τά μόρια τής σκόνης· в словах ее 6ι*πέ \частица правды στά λόγια του ὑπήρχε δόση ἀλήθειας·2. мн. физ. τά μόρια:заряженные \частицаи́цы τά φορτισμένα μόρια· элементарные \частицаи́цы τά στοιχειώδη μόρια·3. грам. τό μόριο[ν], ἡ συλλαβή. -
5 облако
-а,. πλθ. -а, -ов ουδ.1. σύννεφο, νέφος, νεφέλη•перистые -а οι θύσανοι•
кучевые -а οι σωρείτες•
слойстые -а τα στρώματα•
дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα•
грозовые -а κεραυνοφόρα σύννεφα•
-а пыли σύννεφα σκόνης.
2. μτφ. σκιά•по лицу е пробежало облако στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά.
εκφρ.под -а; под -ами; до -ов – κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)•быть ή витать в -ах ή уноситься в -а – ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ. -
6 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
7 уловитель
-я α.συλλέκτης (συσκευή)•металлической пыли συλλέκτης της μεταλλικής σκόνης.